Γορτσιάδου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γορτσιάδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Γορτσιάδης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Γορτσιάδου θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Γορτσιάδης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Γορτσιάδου αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Γορτσιάδης