Θήβες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Θήβες | ||
γενική | των | Θηβών | ||
αιτιατική | τις | Θήβες | ||
κλητική | Θήβες | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Θήβες < αρχαία ελληνική Θῆβαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Θήβες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Θήβες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Θήβα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της αρχαίας Αιγύπτου (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της αρχαίας Αιγύπτου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)