Κιρκόρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κιρκόρ < Գիրգոր (Girgor), άμεσο δάνειο από την αρμενική Գրիգոր (Grigor) (αντιδάνειο)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κιρκόρ αρσενικό, άκλιτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε και Γκριγκοριάν
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κιρκόρ
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Βλ. Andrzej Pisowicz, «Enigmatic Harandon», Folia Orientalia 50 (2013), σ. 342.