Κοσκαριάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κοσκαριάν < αρμενική Կոշկարյան (Koškaryan), από επάγγελμα υποδηματοποιός, τσαγκάρης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κοσκαριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) αρμενικής προέλευσης, αντίστοιχο των ελληνικών επωνύμων Ποδηματάς, Τσαγκάρης