Μικροδαρδανέλλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Μικροδαρδανέλλια | ||
γενική | των | Μικροδαρδανελλίων | ||
αιτιατική | τα | Μικροδαρδανέλλια | ||
κλητική | Μικροδαρδανέλλια | |||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μικροδαρδανέλλια < μικρο- + Δαρδανέλλια
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μικροδαρδανέλλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ναυτικός όρος, ιστορία, στενό) ο πορθμός του Ρίου - Αντιρίου κατά την ελληνική επανάσταση του 1821, ως είσοδος στον Κορινθιακό Κόλπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μικροδαρδανέλλια
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Στενά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Στενά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)