Οδομαντική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Οδομαντική
      γενική της Οδομαντικής
    αιτιατική την Οδομαντική
     κλητική Οδομαντική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Οδομαντική < αρχαία ελληνική Ὀδόμαντ(οι), εθνωνύμιο + -ική, θηλυκό του -ικός όπως αν ουσιαστικοποιημένο από τύπο *οδομαντικός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Οδομαντική θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]