Τασκαλντιρανιάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τασκαλντιρανιάν < ίσως από επάγγελμα· ενδεχομένως κοινής προέλευσης με το τουρκικό επώνυμο Taşkaldıran (Τασκαλντιράν), από την τουρκική taş (πέτρα) + kaldırmak (σηκώνω, απομακρύνω)· κυριολεκτικά: «αυτός που μεταφέρει / απομακρύνει πέτρες» (λχ. στα λατομεία). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τασκαλντιρανιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα αρμενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας επωνύμων (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους με επίθημα -ιάν (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)