Χερουβείμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χερουβείμ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή כרוב (χερουβ, στον ενικό)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /çe.ɾuˈvim/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χε‐ρου‐βίμ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Χερουβείμ και Χερουβίμ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]