άμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άμμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άμμα ουδέτερο
- δεσμός, ότι είναι δεμένο
- κόμπος
- Ἅμμα, καὶ ῥάμμα νεμόμενον μὴ κάτω, ἀλλ' ἄνω, ἐν παρέξει, καὶ σχέσει, καὶ ἐπιδέσει, καὶ πιέξει. Κατ' ιητρείον, Ιπποκράτης
- ταῦτα εἴπας καὶ ἀπάψας ἅμματα ἑξήκοντα ἐν ἱμάντι, καλέσας ἐς λόγους τοὺς Ἰώνων τυράννους ἔλεγε τάδε· (Αυτά είπε κι ύστερα, δένοντας εξήντα κόμπους σ᾽ ένα σκοινί, κάλεσε σε σύναξη τους τυράννους των Ιώνων κι έλεγε τα εξής) Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 4.98.1
- θηλιά
- σχοινί ή ταινία
- καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, (Άφησαν πρώτα τα μαλλιά τους να χυθούν στους ώμους..) Βάκχαι, Ευριπίδης (μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
- ζώνη
- παρθενίας άμματα λυόμενα (Παλατινή Ανθολογία, 7.182 Μελεάγρου)
- μονάδα μέτρησης στην αρχαία Ελλάδα (θεωρείται ότι 1 άμμα = 18,4 μέτρα)
- άμμα στη Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αμμά, όνομα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- άμμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άμμα
|