άοπλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άοπλα < αρχαία ελληνική ἄοπλος, στερ. α- + όπλα
Επίρρημα[επεξεργασία]
άοπλα
- χωρίς όπλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άοπλα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
άοπλα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άοπλος