άποιος διαβήτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άποιος διαβήτης < → δείτε τις λέξεις άποιος και διαβήτης ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) diabetes insipidus)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
άποιος διαβήτης αρσενικό
- (ιατρική) κλινικό σύνδρομο κατά το οποίο εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής αντιδιουρητικής ορμόνης (βαζοπρεσσίνης) παρατηρείται μειωμένη ικανότητα συμπύκνωσης των ούρων, αυξημένη διούρηση (πολυουρία) και μειωμένη ωσμωτικότητα ούρων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άποιος διαβήτης