άρχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρχω < ἄρχω
Ρήμα[επεξεργασία]
άρχω, πρτ.: ήρξα, στ.μέλλ.: θα άρξω, αόρ.: ήρξα, παθ.φωνή: άρχομαι
- κυβερνώ, ασκώ εξουσία έχοντας ανώτατο αξίωμα, αρχή
- (μεταφορικά) κυριαρχώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άρχω
|