αγλαΐζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγλαΐζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγλαΐζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγλαΐζω [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣlaˈi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γλα‐ΐ‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αγλαΐζω, αόρ.: αγλάισα, παθ.φωνή: αγλαΐζομαι, π.αόρ.: αγλαΐστηκα, μτχ.π.π.: αγλαϊσμένος

  1. λαμπρύνω, κοσμώ, εξωραΐζω
  2. δοξάζω, τιμώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αγλαός

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]