αλληλοδανείζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλοδανείζομαι < αλληλο- + δανείζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
αλληλοδανείζομαι
- (σπάνιο) δανείζω κάτι σε κάποιον και κάποια άλλη φορά δανείζομαι κάτι απ' αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοδανείζομαι
|