αλληλουΐζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλουΐζω < αλλολοΐζω
Ρήμα[επεξεργασία]
αλληλουΐζω
- (σπάνιο) (παρωχημένο) αλλάζω γνώμη
- μετανιώνω
- (σπάνιο) (παρωχημένο) χάνω τα λογικά μου
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλουΐζω
|