αμυντικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμυντικά < αμυντικ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.min.diˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μυ‐ντι‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμυντικά
- με αμυντικό τρόπο και διάθεση
- ↪ Έπαιξαν αμυντικά χωρίς να επιτίθενται στον αντίπαλο.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμυντικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αμυντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμυντικός