ανάπλωρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάπλωρα < ανάπλωρος + < ανα- + πλώρη

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανάπλωρα

  1. από την πλώρη ή αντίθετα προς την πλώρη
  2. (προς τα) πίσω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ανάπλωρα