αναγεννώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναγεννώ < (ελληνιστική κοινήἀναγεννάω / ἀναγεννῶ < αρχαία ελληνική γεννάω / γεννῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αναγεννώ (παθητική φωνή: αναγεννιέμαι & αναγεννώμαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]