αναρχικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρχικά < αναρχικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naɾ.çiˈka/
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναρχικά
- με τρόπο αναρχικό, με την αναρχική ιδεολογία
- Δεν έχουν θέση οι αρχηγοί ανάμεσά μας, πρέπει να λειτουργούμε υπεύθυνα αλλά αναρχικά
- με χαώδη τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρχικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναρχικό