ανγκορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανγκορά < (άμεσο δάνειο) γαλλική angora < τουρκική Ankara < λατινική Ancyra < αρχαία ελληνική Ἄγκυρα (αντιδάνειο) < ἄγκυρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ang- (γωνία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανγκορά ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) είδος κουνελιού με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα καθώς το ύφασμα που προέρχεται από τη γούνα του
- Ειδικότερα ανκορά ονομάζεται το ύφασμα το οποίο κατασκευάζεται από τη «μεταξένια» γούνα συγκεκριμένων ζώων – κατσίκες, γάτες και κουνέλια, όλα Αγκύρας. (*)
- (θηλαστικό ζώο) είδος γάτας με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα
- (θηλαστικό ζώο) είδος κατσίκας με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άγκυρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)