ανεβάζω στα ύψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανεβάζω στα ύψη < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

ανεβάζω στα ύψη

  1. αυξάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό
  2. (για πρόσωπα) εγκωμιάζω, εκθειάζω, εξυμνώ κάποιον
  3. προκαλώ ψυχική ανάταση σε κάποιον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]