αντιθρομβωτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιθρομβωτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου αντιθρομβωτικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιθρομβωτικό ουδέτερο

  1. φάρμακο που αποτρέπει την πήξη ή τη δημιουργία θρόμβων στο αίμα
    Ο γιατρός πρέπει να σου γράψει άλλο, πιο ισχυρό αντιθρομβωτικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αντιθρομβωτικό