αντισταθμίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αντισταθμίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντισταθμίζω
- θα αντισταθμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντισταθμίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αντισταθμίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιστάθμιση