απ' το μυαλό μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
απ' το μυαλό μου, από το μυαλό μου
- επινοώ, εφευρίσκω, κατεβάζω ιδέες, φαντάζομαι
- ↪ Είσαι σίγουρος γι' αυτό που λες, ή το βγάζεις απ' το μυαλό σου;
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βγάζω απ' το μυαλό μου (σταματάω να σκέφτομαι -κάποιον-)
- κατεβάζω απ' το μυαλό μου
Πηγές[επεξεργασία]
- μυαλό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας