απανθίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απανθίζω < αρχαία ελληνική ἀπανθίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]απανθίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απανθίζω | απάνθιζα | θα απανθίζω | να απανθίζω | απανθίζοντας | |
β' ενικ. | απανθίζεις | απάνθιζες | θα απανθίζεις | να απανθίζεις | απάνθιζε | |
γ' ενικ. | απανθίζει | απάνθιζε | θα απανθίζει | να απανθίζει | ||
α' πληθ. | απανθίζουμε | απανθίζαμε | θα απανθίζουμε | να απανθίζουμε | ||
β' πληθ. | απανθίζετε | απανθίζατε | θα απανθίζετε | να απανθίζετε | απανθίζετε | |
γ' πληθ. | απανθίζουν(ε) | απάνθιζαν απανθίζαν(ε) |
θα απανθίζουν(ε) | να απανθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απάνθισα | θα απανθίσω | να απανθίσω | απανθίσει | ||
β' ενικ. | απάνθισες | θα απανθίσεις | να απανθίσεις | απάνθισε | ||
γ' ενικ. | απάνθισε | θα απανθίσει | να απανθίσει | |||
α' πληθ. | απανθίσαμε | θα απανθίσουμε | να απανθίσουμε | |||
β' πληθ. | απανθίσατε | θα απανθίσετε | να απανθίσετε | απανθίστε | ||
γ' πληθ. | απάνθισαν απανθίσαν(ε) |
θα απανθίσουν(ε) | να απανθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απανθίσει | είχα απανθίσει | θα έχω απανθίσει | να έχω απανθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις απανθίσει | είχες απανθίσει | θα έχεις απανθίσει | να έχεις απανθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει απανθίσει | είχε απανθίσει | θα έχει απανθίσει | να έχει απανθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απανθίσει | είχαμε απανθίσει | θα έχουμε απανθίσει | να έχουμε απανθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε απανθίσει | είχατε απανθίσει | θα έχετε απανθίσει | να έχετε απανθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απανθίσει | είχαν απανθίσει | θα έχουν απανθίσει | να έχουν απανθίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απανθίζω
|