απανθίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπανθίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απανθίζω < αρχαία ελληνική ἀπανθίζω

απανθίζω

  1. σταματώ να ανθοφορώ, να βγάζω λουλούδια
  2. (μεταφορικά) συλλέγω, κάνω ένα απάνθισμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]