απενοχοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απενοχοποιώ < από και ενοχοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

απενοχοποιώ (παθητικό: απενοχοποιούμαι)

  • απενοχοποιείται κατηγορούμενος, άνθρωπος που βαρυνόταν με υπόνοιες, κατάσταση που θεωρείτο ένοχη για κάτι, συναίσθημα ή επιθυμία που βαρυνόταν από αρνητικές παραμέτρους, οτιδήποτε είχε τη σκιά του κακού ενώ δεν ήταν ή εν πάσει περιπτώσει ενώ στην πορεια θεωρήθηκε ότι δεν ήταν

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]