αποδραματοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδραματοποιώ < απο- + δραματοποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dédramatiser)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.ðɾa.ma.to.piˈo/

Ρήμα[επεξεργασία]

αποδραματοποιώ (παθητική φωνή: αποδραματοποιούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]