αποκαλόκαιρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκαλόκαιρα < αποκαλόκαιρο + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποκαλόκαιρα
- κατά την περίοδο του αποκαλόκαιρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκαλόκαιρα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποκαλόκαιρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαλόκαιρο