αποκεντρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποκεντρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκεντρώνω
- θα αποκεντρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκεντρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποκεντρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκέντρωση