απονεκρώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
απονεκρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απονεκρώνω
- θα απονεκρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απονεκρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απονεκρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απονέκρωση