αποσταθεροποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποσταθεροποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποσταθεροποιώ
- θα αποσταθεροποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποσταθεροποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποσταθεροποιήσεις θηλυκό