αποστομωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστομωτικά < αποστομωτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποστομωτικά
- με τρόπο που εξαναγκάζει κάποιον να σιωπήσει, που δεν του αφήνει περιθώριο να αντιδράσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστομωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αποστομωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποστομωτικό