αραδιαστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αραδιαστά < αραδιαστός
Επίρρημα
[επεξεργασία]αραδιαστά
- στη σειρά, με οργανωμένο τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραδιαστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αραδιαστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αραδιαστό