αρμόδια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρμόδια
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αρμοδίως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμόδια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρμόδια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρμόδιος