αρτηριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αρτηριακά < αρτηριακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αρτηριακά
- στις αρτηρίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρτηριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρτηριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αρτηριακό