ασεισμικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ασεισμικά < ασεισμικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασεισμικά
- χωρίς να προκληθεί σεισμός
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασεισμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ασεισμικό