αφαλατώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.fa.laˈto.no/
Ρήμα
[επεξεργασία]αφαλατώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφαλατώνω | αφαλάτωνα | θα αφαλατώνω | να αφαλατώνω | αφαλατώνοντας | |
β' ενικ. | αφαλατώνεις | αφαλάτωνες | θα αφαλατώνεις | να αφαλατώνεις | αφαλάτωνε | |
γ' ενικ. | αφαλατώνει | αφαλάτωνε | θα αφαλατώνει | να αφαλατώνει | ||
α' πληθ. | αφαλατώνουμε | αφαλατώναμε | θα αφαλατώνουμε | να αφαλατώνουμε | ||
β' πληθ. | αφαλατώνετε | αφαλατώνατε | θα αφαλατώνετε | να αφαλατώνετε | αφαλατώνετε | |
γ' πληθ. | αφαλατώνουν(ε) | αφαλάτωναν αφαλατώναν(ε) |
θα αφαλατώνουν(ε) | να αφαλατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφαλάτωσα | θα αφαλατώσω | να αφαλατώσω | αφαλατώσει | ||
β' ενικ. | αφαλάτωσες | θα αφαλατώσεις | να αφαλατώσεις | αφαλάτωσε | ||
γ' ενικ. | αφαλάτωσε | θα αφαλατώσει | να αφαλατώσει | |||
α' πληθ. | αφαλατώσαμε | θα αφαλατώσουμε | να αφαλατώσουμε | |||
β' πληθ. | αφαλατώσατε | θα αφαλατώσετε | να αφαλατώσετε | αφαλατώστε | ||
γ' πληθ. | αφαλάτωσαν αφαλατώσαν(ε) |
θα αφαλατώσουν(ε) | να αφαλατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αφαλατώσει | είχα αφαλατώσει | θα έχω αφαλατώσει | να έχω αφαλατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αφαλατώσει | είχες αφαλατώσει | θα έχεις αφαλατώσει | να έχεις αφαλατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αφαλατώσει | είχε αφαλατώσει | θα έχει αφαλατώσει | να έχει αφαλατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αφαλατώσει | είχαμε αφαλατώσει | θα έχουμε αφαλατώσει | να έχουμε αφαλατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αφαλατώσει | είχατε αφαλατώσει | θα έχετε αφαλατώσει | να έχετε αφαλατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αφαλατώσει | είχαν αφαλατώσει | θα έχουν αφαλατώσει | να έχουν αφαλατώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αφαλατώνομαι | αφαλατωνόμουν(α) | θα αφαλατώνομαι | να αφαλατώνομαι | ||
β' ενικ. | αφαλατώνεσαι | αφαλατωνόσουν(α) | θα αφαλατώνεσαι | να αφαλατώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αφαλατώνεται | αφαλατωνόταν(ε) | θα αφαλατώνεται | να αφαλατώνεται | ||
α' πληθ. | αφαλατωνόμαστε | αφαλατωνόμαστε αφαλατωνόμασταν |
θα αφαλατωνόμαστε | να αφαλατωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αφαλατώνεστε | αφαλατωνόσαστε αφαλατωνόσασταν |
θα αφαλατώνεστε | να αφαλατώνεστε | (αφαλατώνεστε) | |
γ' πληθ. | αφαλατώνονται | αφαλατώνονταν αφαλατωνόντουσαν |
θα αφαλατώνονται | να αφαλατώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αφαλατώθηκα | θα αφαλατωθώ | να αφαλατωθώ | αφαλατωθεί | ||
β' ενικ. | αφαλατώθηκες | θα αφαλατωθείς | να αφαλατωθείς | αφαλατώσου | ||
γ' ενικ. | αφαλατώθηκε | θα αφαλατωθεί | να αφαλατωθεί | |||
α' πληθ. | αφαλατωθήκαμε | θα αφαλατωθούμε | να αφαλατωθούμε | |||
β' πληθ. | αφαλατωθήκατε | θα αφαλατωθείτε | να αφαλατωθείτε | αφαλατωθείτε | ||
γ' πληθ. | αφαλατώθηκαν αφαλατωθήκαν(ε) |
θα αφαλατωθούν(ε) | να αφαλατωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αφαλατωθεί | είχα αφαλατωθεί | θα έχω αφαλατωθεί | να έχω αφαλατωθεί | αφαλατωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αφαλατωθεί | είχες αφαλατωθεί | θα έχεις αφαλατωθεί | να έχεις αφαλατωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αφαλατωθεί | είχε αφαλατωθεί | θα έχει αφαλατωθεί | να έχει αφαλατωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αφαλατωθεί | είχαμε αφαλατωθεί | θα έχουμε αφαλατωθεί | να έχουμε αφαλατωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αφαλατωθεί | είχατε αφαλατωθεί | θα έχετε αφαλατωθεί | να έχετε αφαλατωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αφαλατωθεί | είχαν αφαλατωθεί | θα έχουν αφαλατωθεί | να έχουν αφαλατωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφαλατωμένος - είμαστε, είστε, είναι αφαλατωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφαλατωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφαλατωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφαλατωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφαλατωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφαλατωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφαλατωμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα αφ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Ρήματα σε -ώνω
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)