βαθμός αξιοπιστίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθμός αξιοπιστίας < → δείτε τις λέξεις βαθμός και αξιοπιστία
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
βαθμός αξιοπιστίας αρσενικό
- (στατιστική): μέτρο επαλήθευσης έρευνας, δημοσιεύματος κ.λπ.
- (μηχανολογία): μέτρο ελέγχου ανταπόκρισης ενός προϊόντος π.χ. εργαλείου, μηχανής κ.λπ. του σκοπού του
- (κατασκοπεία): μέτρο ελέγχου διασταύρωσης μιας πληροφορίας από ανώτερα κλιμάκια συλλογής πληροφοριών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθμός αξιοπιστίας
|