βαθμός αξιοπιστίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαθμός αξιοπιστίας < → δείτε τις λέξεις βαθμός και αξιοπιστία

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

βαθμός αξιοπιστίας αρσενικό

  1. (στατιστική): μέτρο επαλήθευσης έρευνας, δημοσιεύματος κ.λπ.
  2. (μηχανολογία): μέτρο ελέγχου ανταπόκρισης ενός προϊόντος π.χ. εργαλείου, μηχανής κ.λπ. του σκοπού του
  3. (κατασκοπεία): μέτρο ελέγχου διασταύρωσης μιας πληροφορίας από ανώτερα κλιμάκια συλλογής πληροφοριών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]