κατασκοπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατασκοπεία < κατασκοπεύω + -εία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατασκοπεία θηλυκό
- η προσπάθεια υποκλοπής στρατιωτικών μυστικών άλλης χώρας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- βιομηχανική κατασκοπεία: η προσπάθεια υποκλοπής απόρρητων μεθόδων κατσκευής ενός βιομηχανικού προϊόντος