γαλακτοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γαλακτοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γαλακτοποιώ
- θα γαλακτοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γαλακτοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
γαλακτοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γαλακτοποίηση