γλαῦξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλαῦξ < γλαυκός ή γλαύσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλαῦξ θηλυκό και γλαύξ

  1. (πτηνό) η κουκουβάγια
  2. το νόμισμα των 4 ή και των 2 δραχμών
  3. ένα ποώδες φυτό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]