γύφτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

γύφτο αρσενικό

  1. αιτιατική ενικού του γύφτος
  2. κλητική ενικού του γύφτος (και γύφτε)