δίστοιχο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈði.sti.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐στοι‐χο
- ομόηχα: δίστιχο, δύστυχο
- τονικό παρώνυμο: δυστυχώ
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δίστοιχο