διαρκείας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διάρκειας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαρκείας < γενική του διάρκεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.aɾˈci.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αρ‐κεί‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαρκείας ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • εισιτήριοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

διαρκείας θηλυκό