διθυραμβικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
διθυραμβικά < διθυραμβικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
διθυραμβικά
- με διθυραμβικό τρόπο, πολύ ενθουσιωδώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διθυραμβικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διθυραμβικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διθυραμβικό