διθυραμβικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διθυραμβικός η διθυραμβική το διθυραμβικό
      γενική του διθυραμβικού της διθυραμβικής του διθυραμβικού
    αιτιατική τον διθυραμβικό τη διθυραμβική το διθυραμβικό
     κλητική διθυραμβικέ διθυραμβική διθυραμβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διθυραμβικοί οι διθυραμβικές τα διθυραμβικά
      γενική των διθυραμβικών των διθυραμβικών των διθυραμβικών
    αιτιατική τους διθυραμβικούς τις διθυραμβικές τα διθυραμβικά
     κλητική διθυραμβικοί διθυραμβικές διθυραμβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διθυραμβικός < (ελληνιστική κοινήδιθυραμβικός < αρχαία ελληνική διθύραμβος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.θi.ɾaɱ.viˈkos/

Επίθετο[επεξεργασία]

διθυραμβικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον διθύραμβο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (μεταφορικά) εγκωμιαστικός, ενθουσιαστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]