εγγλέζικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εγγλέζικα | ||
γενική | των | εγγλέζικων | ||
αιτιατική | τα | εγγλέζικα | ||
κλητική | εγγλέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]εγγλέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγγλέζικος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγγλέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαϊκότροπο, οικείο) τα αγγλικά, η αγγλική γλώσσα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ιγγλέζικα (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγγλέζικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]εγγλέζικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εγγλέζικο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)