εκδηλωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εκδηλωτικά < εκδηλωτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εκδηλωτικά
- κατά τρόπο εκδηλωτικό
- είναι άνθρωπος ευγενής και εκδηλωτικά τρυφερός
- εκφράζουν εκδηλωτικά τα συναισθήματά τους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκδηλωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εκδηλωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκδηλωτικό