ενέχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενέχομαι < αρχαία ελληνική ἐνέχομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐνέχω

Ρήμα[επεξεργασία]

ενέχομαι

  1. (νομικός όρος) έχω μέρος της ευθύνης σε μια αξιόποινη πράξη, είμαι ένοχος για αυτήν
  2. είμαι ανακατεμένος σε μια υπόθεση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]