ενανθρακώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενανθρακώνω < εν + άνθρακας + -ώνω ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) carbonize)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενανθρακώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]